Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Η ΣΥΛΒΙ Γκιλλέμ Στο Μέγαρο



       ‘Ήταν το 1988 που την πρωτοείδα στην σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν στο «Grand Pas Classique», κι η μεγαλειώδης είσοδος της σαν ηλεκτρική εκκένωση με διαπέρασε αφήνοντας με εκστατική. Η ψηλόλιγνη αυτή κοπέλα με την επιβλητική παρουσία, τη συναρπαστική κίνηση, την εξωφρενική ευκαμψία σε καθήλωνε άμεσα κι αμετάκλητα. Συνεπαρμένη, κάποια στιγμή ρωτώ τη φίλη μου Brenda Naylor, γνωστή σκιτσογραφο-γλύπτρια χορευτών: «Ποια είναι αυτή;» «η μις Νο» μου ψιθύρισε «Η Συλβί Γκιλλέμ, μόλις ήρθε απ’ το Παρίσι μετά τη διαφωνία της με τον Νουρέγιεφ, τον άνθρωπο που τη στήριξε και την ανέδειξε σε σταρ, σαν Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού, και τη βγάλαν έτσι γιατί αρνήθηκε ακόμα και στον Υπουργό Πολιτισμού Ζακ Λάνγκ να παραμείνει. ‘Έτσι θα την έχουμε τώρα στο Royal Ballet με συμβόλαιο όπως το επιθυμεί εκείνη.»

        Εικοσιπέντε χρόνια μετά στις φετεινές μέρες των Χριστουγέννων, είδαμε ξανά τη Συλβί Γκιλλέμ, στην αίθουσα Τριάντη του Μ.Μ.Α., σε μια ιδιαίτερα κομψή και ευαίσθητη χορογραφία του Φρέντερικ Άστον το «Μαργαρίτα & Αρμάνδος» (από την Τραβιάτα) που δημιούργησε για την Μαργκοτ Φοντέυν στο λυκόφως της καριέρας της το 1963. Δύο χρόνια πριν ο Δυτικός κόσμος είχε υποδεχτεί το φαινόμενο Ρούντολφ Νουρέγιεφ απ’ την Ρωσία, ο οποίος και τη συνόδεψε. Είχα την τύχη να δω τότε τη σπάνια αυτή χορογραφία που ελάχιστες φορές κατόπιν παρουσιάστηκε στο κοινό και να εκτιμήσω τη μαεστρία και τη λεπτότητα με την οποία ο ‘Αστον χειρίστηκε τη διάσημη χορεύτρια. Με δεσπόζοντα τα pas des deux όπου το βάρος πέφτει στον καβαλιέρο, καθόλου πηδήματα και λιγότερους τεχνικούς βηματισμούς για εκείνη, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην δραματικότητα της έκφρασης και της προσωπικής χάρης της κίνησης. Η Συλβί ανταποκρίθηκε με εξαιρετική ευκαμψία, άνεση, ομορφιά γραμμής, τέλεια pas de bourrè en arrière, συνοδευόμενη επάξια από τον Μάσιμο Μούρου. 

        Το δεξιοτεχνικό μέρος του προγράμματος ανέλαβε σαν εισαγωγή αντί για επίλογο, το Μπαλέτο του Τόκιο με τις  Etudes” του Δανού χορευτή – χορογράφου Harrold Lander. Έργο του 1948, που τακτικά παρουσιάζεται στις σκηνές από συγκροτήματα που τολμούν να επιδείξουν τα τεχνικά τους επιτεύγματα. Αρχίζοντας με τις κλασικές ασκήσεις στη μπάρα για να επεκταθεί σιγά –σιγά στο adagio και το allegro, η ομάδα των χορευτών έδωσε ένα δείγμα εξαίρετης τεχνικής κατάρτισης με απόλυτη ακρίβεια και πειθαρχία εκτελώντας άνετα ασκήσεις υψηλών προδιαγραφών. Ο εμπνευσμένος σχεδιασμός της χορογραφίας βασίστηκε κυρίως στις συνεχείς εισόδους και εξόδους των χορευτών απ’ τη σκηνή οδηγώντας τους τελικά σε ακραίους θεαματικούς βηματισμούς μεγάλα άλματα, ιλιγγιώδεις περιστροφές, ταχύτατες εναλλαγές θέσεων και σχηματισμών. Ήταν μια ευχάριστη εμπειρία η θέαση του συγκροτήματος που δικαίωνε απόλυτα την εκτίμηση που είχε γι αυτό ο Μωρίς Μπεζάρ.



                                                                                                                                                                Μίρκα Ψαροπούλου

Χορευτική ομάδα «Rosas» στη Στέγη







Διχασμένους και προβληματισμένους μας βρήκε το τέλος της παρουσίασης του «PARTITA 2», της Βέλγικης ομάδας ‘Rosas’, στο θέατρο της Στέγης (13-12-2013). Δουλεμένο το έργο πάνω στην ομώνυμη μουσική σύνθεση του Johann Sebastian Bach, από την ιδρύτρια της χορευτικής ομάδας ‘Rosas’ , Anne Teresa De Keersmaeker, επιχειρεί, όπως το συνηθίζει η χορογράφος, τη σχηματοποίηση της μουσικής. Έχοντας τρία ισχυρά ‘ατού’: την επιλογή της μουσικής, την συμμετοχή της αξιόλογης Amandine Beyer, (βιολί επί σκηνής), και τον σημαντικό ερευνητή του σύγχρονου χορού Boris Charmatz, με τον οποίο συνοδοιπόρησε στη χορευτική ερμηνεία, εξασφάλιζε a priori την επιτυχία. Όμως όσο κι αν προσπαθώ να κατανοήσω τις αναζητήσεις της, καταλήγω πάλι στο συμπέρασμα που είχα δημοσιεύσει στην Ελευθεροτυπία (11/08/2009), για τη χορογραφία της «The song»: «Κουραστική πρόβα με θεατές».

Ανήσυχη, ακαταπόνητη στις αναζητήσεις της, η Keersmaeker, στα 30 περίπου χρόνια των δραστηριοτήτων της έγινε διάσημη με αρκετές επιτυχίες όπως το «Rosas danst Rosas», έργα δομημένα εντυπωσιακά με μαθηματική ακρίβεια, βασισμένα εκτός από τη μουσική και στις εικαστικές τέχνες ή τον ποιητικό λόγο. Όπως όμως είπε και ο Charmatz, που φιλοδοξεί να ιδρύσει στη Γαλλία ένα Μουσείο Χορού, «Δεν έχω δει ακόμα επιτυχημένη χορογραφία πάνω σε έργο του Μπαχ». Δύσκολη λοιπόν η μουσική αν και πλούσια σε πολλούς χορευτικούς ρυθμούς όπως co
urrante, shaconne, gigue, allemande, και η χορογραφία που θα μπορούσε να ονομαστεί και δομημένος αυτοσχεδιασμός, περιοριζόταν σε επαναλαμβανόμενους τρεχαλητούς κύκλους γύρω από ένα σημείο και σποραδικά πηδηματάκια. Κάτι που απέχει από μια παράσταση οργανωμένη με ευρύτερα στοιχεία και χορευτικούς σχηματισμούς.

Σαν επιστέγασμα της εμπειρίας, η συζήτηση με μερικές παλιές μου μαθήτριες όταν ανταλλάξαμε απόψεις, στην ερώτηση μου αν θα άκουγε κάποια απ’ αυτές ευχάριστα τη μουσική αφαιρώντας το θέαμα απάντησε «βεβαίως», κι όταν αντέστρεψα την ερώτηση αν θα έβλεπε με ενθουσιασμό την κίνηση των χορευτών αφαιρώντας την μουσική, γέλασε και παραδέχτηκε ότι αυτό θα ήταν αδιανόητο.

Maria Pages στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών





    Κι ακόμα είδαμε στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής στις 10/11, το εκμοντερνισμένο Φλαμένκο της Μαρίας Παχές, που αν και ολιγόωρο (λίγο πάνω από 1 ώρα), πρόλαβε να αναδείξει την άψογα συγκροτημένη ενότητα της ομάδας με την ποιητική διάθεση των μουσικών επί σκηνής και την ανεπτυγμένη τεχνική των χορευτών δουλεμένων και στον κλασικό χορό.
                Κατεξοχήν ομαδικές οι μετακινήσεις τους στους χορογραφικούς σχηματισμούς της Ανδαλουσιανής, γνωστής από της συνεργασίες της με τον Κάρλος Σάουρα, Μαρίας Παχές, εκτός από τα 2 εντυπωσιακά soli της ίδιας μέσα στα εκθαμβωτικά φορέματα (κόκκινο και ασπρόμαυρο) σχεδιασμένα από την ίδια όπως και τα υπόλοιπα κοστούμια. Από τα ωραιότερα στιγμιότυπα ο χορός των 3 κοριτσιών με κόκκινες βεντάλιες σε χαρούμενους ρυθμούς.
                Η ευφυής ευρηματικότητα της Παχές δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτά. Ανέλαβε και το σχεδιασμό του πλέον λιτού, που κατακτούσε όμως άμεσα το βλέμμα, σκηνικού που έχω δει έως τώρα: τριών φωτεινών οριζόντιων γραμμών στο μαύρο φόντο που άλλαζαν θέσεις και σχήματα, άλλοτε καμπυλώνοντας κι άλλοτε ευθυγραμμώντας ανεξάρτητα μεταφέροντας μας νοητικά στην «Ουτοπία», όπως υποβάλλει ο τίτλος της παράστασης και τις επιρροές του Βραζιλιάνου αρχιτέκτονα Oscar Niemeyer.



Ο χορός στη Στέγη. Ομάδα Klokworks



Πήγαμε πριν λίγες μέρες στο μικρό καλαίσθητο θεατράκι της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών να παρακολουθήσουμε μιά παράσταση χορού. Κι αυτό που είδαμε τελικά ήταν ένα μάθημα ρυθμικής. ‘Ενα πολύ ωραίο μάθημα ρυθμικής είναι η αλήθεια, καλοδουλεμένο και δομημένο προσεχτικά και με ακρίβεια στις επαναλαμβανόμενες ή ανακετευθυνόμενες διαδρομές των τεσσάρων χορευτών που κινούταν ως επί το πλείστον σαν σύνολο. Ανάμεσα τους και η επικεφαλής της ομάδας, klokworks, Μαριάννα Καβαλλιεράτου, υπεύθηνης και για τη χορογραφική σύνθεση του έργου «Recalculate»...
                Αφηρημένο εννοιολογικά αλλά και αποστεγνωμένο εντελώς από κάθε είδους θεαματικό εμπλουτισμό, στοιχεία αναμενώμενα σ’ ένα χορευτικό δρώμενο, η παρουσίαση σαν στόχο είχε να επισημάνει την αίσθηση του χρόνου και τις δυνατότητες εναλλαγών των κινήσεων που προσφέρονται μέσα στο χώρο. Μεγάλη στήριξη στην πραγματοποίηση αυτού του στόχου στάθηκε η εύστοχη, έντονα ρυθμική, μουσική του Dom Bouffard, που κυριολεκτικά καθοδηγούσε τους χορευτές. ‘Εξοχος και ο σχεδιασμός των φωτισμών από την Ελευθερία Ντεκώ.