Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Las Grands Ballets Canadiens στο Μ.Μ.Α.*

Αξέχαστες θα μείνουν οι παραστάσεις που έδωσαν 3 και 4 Απριλίου τα Μεγάλα Καναδικά Μπαλέτα στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, σε όσους είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε. Γνωστά σ’ εμάς από την πρώτη τους εμφάνιση στην Αθήνα το 1985, καταξιωμένα διεθνώς για το ευρύ και ευέλικτο ρεπερτόριο τους από κλασικό μέχρι μεταμοντέρνο, δίνουν την ευκαιρία στους έξοχους χορευτές τους να δοκιμάσουν τις ικανότητες τους σε όλα τα είδη χορού.
            Για την πρόσφατη τους εμφάνιση ο διευθυντής του Μπαλέτου Βλάντιμιρ Πάνκοφ, επέλεξε ένα έργο του 2002, το «Minus One», που ο ίδιος είχε συμβάλλει στην υλοποίηση του. Είχε ζητήσει, όπως μας αφηγήθηκε, από τον διάσημο Ισραηλινό Οχάντ Ναχαρίν, να χορογραφήσει ένα έργο για τα Καναδικά Μπαλέτα. Ο Ναχαρίν, πολυάσχολος και κάπως κουρασμένος για καινούρια δουλειά βρήκε τη λύση με το να προχωρήσει σε μία πανέξυπνη συγκόλληση από επτά παλιές του χορογραφίες τις οποίες παρουσίασε σ’ ένα φρέσκο ενιαίο σύνολο γεμάτο εκπλήξεις, αντιθέσεις κι ολοζώντανα χιουμοριστικά στιγμιότυπα, από το οποίο σύνολο δεν έλειπε και η φιλοσοφική διάσταση.


            Συγκλονιστική η έναρξη με τους 35 χορευτές καθισμένους σε κύκλο να πέφτουν και να σηκώνονται εναρμονίζοντας το χρόνο τους σαν τραπουλόχαρτα στους βροντώδεις ήχους της μουσικής (μέρος από τη χορογραφία ‘anaphaz’ αν θυμάμαι καλά), για ν’ ακολουθήσουν άλλα κομμάτια από το ‘Mabul’ κ.λπ., προσωπικές αφηγήσεις, διασκεδαστικά ευρήματα, θεατές να συμμετέχουν στο χορό επί σκηνής, κι όλα κάτω από το μανδύα μιας καινοτόμου, πρωτοποριακής τεχνικής (το σύστημα Gaga), επινόηση του δαιμόνιου Ισραηλινού, με αρθρωτή κίνηση σαν της μαριονέτας ή του σώματος που διαπερνάται από ηλεκτροφόρο καλώδιο. Η εκπληκτική αυτή παράσταση κράτησε 85 λεπτά χωρίς διάλλειμα, αλλά κατά περίεργο τρόπο μας άφησε απορημένους πως τέλειωσε τόσο γρήγορα. 

Η Λίμνη των Κύκνων της Λυρικής

Μας αιφνιδίασε πάλι ο Διευθυντής του Μπαλέτου της Λυρικής Ρενάτο Τζανέλλα, με την καινούργια του χορογραφική εκδοχή της Λίμνης των Κύκνων, που παρουσίασε σε παγκόσμια πρώτη στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής αυτές τις μέρες. Πραγματικά προβληματιστήκαμε αν μας άρεσε και πόσο μας άρεσε αυτή η Λίμνη δίχως το Μάγο Ρόθμπαρτ, δίχως τους οικείους κύκνους με τα κλασικά ‘tutu’ που αντικαταστάθηκαν από μακριές τουαλέτες, δίχως τα 4 μικρά κυκνάκια που δώσαν τη θέση τους σε ισάριθμους κωμικούς μαντράχαλους (είναι αλήθεια ότι γελάσαμε πολύ), αλλά κυρίως δίχως τη μαγεία του παραμυθένιου, του ονειρικού, στα οποία μόνο η υπέροχη μουσική του Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι μας παρέπεμπε. ‘Οσο κι αν η ιστορία ήταν λίγο-πολύ η ίδια ορισμένες μικρές παρεμβολές που υπεισέρχονταν ξαφνικά προσγειώνοντας μας σε μια σημερινή πραγματικότητα, όπως ο ρόλος του Δασκάλου να διδάξει στον Πρίγκηπα τα μυστικά της ζωής, ή ο Διευθυντής της τηλεόρασης, ή ο Τζόκερ ο γκρουπιέρης, ήταν αυτές που διαφοροποιούσαν το κλίμα αυτής της αλλιώτικης Λίμνης.

Τελικά αφήνουμε αναπάντητα, μέχρι να ωριμάσει, το ερώτημα πόσο μας γοήτευσε αυτός ο εκσυγχρονισμός για να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στην εξαιρετική εμφάνιση όλων των χορευτών και την επιτυχημένη χορευτική ενσάρκωση των χαρακτήρων. Για τη Σταυρούλα Καμπουράκη (Άσπρος Κύκνος), μπορούμε να πούμε πως ήταν η καλύτερη της μέχρι τώρα εμφάνιση. Ο χορός της είχε μια νεραϊδένια γεύση και μαζί με τον Βαγγέλη Μπίκο (πρίγκηπας) έδεσαν σε ταιριαστό ζευγάρι, έτσι που δικαίως πήραν φέτος τον τίτλο της Α’ χορεύτριας και Α’ χορευτή. Άλλη μία επιβράβευση του Αγάπιου Αγαπιάδη, τον έχουμε απολαύσει σε πολυποίκιλους ρόλους, και της Πόπης Σακελλαροπούλου, (Μαύρος Κύκνος) σε ‘σολίστ’ τονίζουν το απαραίτητο ανανεωτικό πνεύμα που επικρατεί πλέον στη Λυρική και βοηθάει στην αλματώδη πρόοδο των Χορευτών.

Η νυχτερίδα της Λυρικής

Μας ξάφνιασε ευχάριστα η νέα παραγωγή της Νυχτερίδας στην Λυρική σε σκηνοθεσία του Αλεξάνδρου Ευκλείδη. Με τα διασκεδαστικά κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη, το λιτό και ευέλικτο σκηνικό του Σωτήρη Στέλιου και προπάντων την ολοζώντανη κεφάτη χορογραφία της Μαρίας Κουσουνή, το έργο προσγειώθηκε με πολλή χάρη στην εποχή μας αποδεικνύοντας πως όταν υπάρχει έμπνευση όλα εξασφαλίζουν την επιτυχία.

Δεσποινίς Τζούλια στο Arroyo Nuevo

Δεν είναι ούτε η πρωτοτυπία ούτε ο συνδυασμός θεάτρου- χορού, στην περίπτωση μας του έργου του Αυγούστου Στρίντμπεργκ «Miss Τζούλια» σε μορφή Φλαμένκο, που συναρπάζει το θεατή στο θέατρο Arroyo Nuevo. Είναι το πάθος του εμπνευστή και δημιουργού επικεφαλής της ομώνυμης ομάδας Arroyo Nuevo, Σταύρου Λίτινα, που διοχετεύεται στο χώρο αγγίζοντας ακαριαία τις αισθήσεις μας ν’ ανοιχτούν ακολουθώντας το νήμα της γνωστής υπόθεσης: της σύγκρουσης φύλων και τάξεων. Η εύπορη δεσποινίς Τζούλια (Εύα Παρασκευοπούλου), ερωτεύεται τον υπηρέτη της Ζαν (Σταύρος Λίτινας), με όλα τα επακόλουθα που μπορεί να έχει μία τέτοια σχέση.
        Παρακολουθούμε την Ε.Π., καλοσχηματισμένη χορεύτρια σε επιδέξιες ανακυκλώσεις των χεριών, χαρακτηριστικές του χορού φλαμένκο και στιλάτες κάμψεις του κορμού (θα τις προτιμούσαμε κάπως βαθύτερες πίσω). Κινείται με άνετη φιλαρέσκεια  κι ένα αίσθημα απροσδιόριστης αναμονής μέχρι την στιγμή που ο Ζαν εισβάλλει στην σκηνή. Σταδιακά το τοπίο αλλάζει. Τα δυναμικά ‘Τακονεάδος’, η έκδηλη αρρενωπότητα σε κάθε του κίνηση, μαζί με τη σοφά μελετημένη σκηνοθεσία-χορογραφία του ίδιου του Λίτινα, τα στιγμιότυπα που ακολουθούν εισάγοντας τα στοιχεία της κυριαρχίας και του φόβου, οι περίτεχνες ερωτικές σκηνές προκλητικές, έμπλεες πάθους, προσεχτικά όμως περιπλεγμένες ώστε να μην σοκάρουν, είναι από τα επιτεύγματα του σκηνοθέτη. Επιπλέον ο Λίτινας επιμελήθηκε με καλαισθησία τα σκηνικά, τα κουστούμια και με ιδιαίτερη ευόδωση τους φωτισμούς καθώς και την επιλογή των μουσικών κομματιών. Με ωραία εκφορά λόγου παρεμβάλλεται κατά διαστήματα η φωνή της Άντζελλα Μπρούσκου. 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

1o Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων στη Στέγη



Μέσα στο σκοταδερό ημίφως του μικρού θεάτρου της Στέγης κι απ’ την απόσταση των πίσω καθισμάτων που βρισκόμουνα έμεινα με την εντύπωση πως κάποιος κάνει ντους στη μέση της σκηνής. Λίγο αργότερα συνειδητοποίησα πως μιά άλλη διεργασία γινόταν μέσα σ’ αυτό που κάλυπτε κάτι που ‘εμοιαζε με κουρτίνα μπάνιου. Μια νύμφη ίσως που έβγαινε απ’ το κουκούλι της. Κι αυτό με κάποιο ερωτηματικό. Τελικά, ξεπρόβαλλε, μέσα απ’ τις κουρτίνες, ντυμένη (διαψεύδοντας την αρχική μου σκέψη), η Λενιώ Κακλέα.
Με φιλάρεσκες κινήσεις χορογραφημένες από την Lucinda Childs (της γενιάς του Judson Church Theater), και βοηθό την ίδια, προσπάθησε να μας δώσει μέσα στα 30 περίπου λεπτά που κράτησε το έργο με τίτλο «Deux-L»; «μια πλούσια εικονογραφία της θηλυκότητας», όπως διάβασα στο πρόγραμμα εκ των υστέρων, μια και δεν το είχα αντιληφθεί! Όμως θα αδικούσα τη νεαρή χορεύτρια Κακλέα αν δεν τόνιζα την ωραία σκηνική παρουσία της με τις ευέλικτες κινήσεις που υποστηρίχθηκαν με ζέση από τη μουσική του Ryoji Ikeda;  και επιπλέον το δικαίωμα στην αναζήτηση και τον πειραματισμό όπως της επιτρέπει ένα Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων. Αρκεί αυτά τα τελευταία να ξυπνούν το ενδιαφέρον του θεατή.
Λίγο μετά, στον ίδιο χώρο, παρακολουθήσαμε το «Contreplongees» (φωτογράφιση από κάτω προς τα άνω), της Παναγιώτας Καλλιμάνη, όπου η ίδια η χορογράφος μαζύ με τους χορευτές Laurie Young, Emilio Urbina, και με αφορμή την ψυχολογία των αστέγων προσπαθεί να κάνει μιά ενδοσκόπιση αναλύοντας τα δικά της συναισθήματα.
Εντυπωσιακές οι συμμετοχές της Καλλιμάνη σε έργα σημαντικών ανθρώπων του χορού όπως το πρώην ζεύγος Bouvier Obadia, Carlotta Ikeda, Joseph Nadj, κ.α. , όμως δεν φαίνεται να βοήθησαν πολύ στην ωρίμανση μιάς αξιοπρόσεχτης προσωπικής άποψης της καλλιτέχνιδας. Τόσο ώστε να εντυπωσιάσει τον θεατή όχι μόνο με τους θορύβους και τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις αλλά με κάτι που αγγίζει τον άλλο.

«Ταξίδι στην Αιωνιότητα» στην Λυρική



Λένε πως το δεύτερο κοίταγμα τεκμηριώνει την αξία ενός θεάματος. Αν πραγματικά αυτό αξίζει. Ένα σχεδόν χρόνο μετά την πρώτη του παρουσίαση στην Λυρική, το «Ταξίδι στην Αιωνιότητα» πρόβαλλε ξανά στην ίδια σκηνή (1-9/2/2014), πιο ολοκληρωμένο και μεστό, κρατώντας τις ίδιες δομές και με κάποιες προσθήκες αυξάνοντας το χρόνο του από 60 λεπτά σε 90 δίχως διάλειμμα. Καλύπτοντας έτσι, ευτυχώς, από μόνο του την όλη βραδιά. Λέμε ευτυχώς, γιατί το περσινό πρώτο μέρος με μουσική του Βίλλα – Λόμπος, διέσπασε την ενότητα του ‘ταξιδιού’ μας.
Το σημαντικό αυτό μπαλέτο, επίτευγμα της άριστης συνεργασίας του χορογράφου Ρενάτο Τζανέλλα με την Ελένη Καραΐνδρου, που για πρώτη φορά επενδύει με την μουσική της ένα χορευτικό δρώμενο ( η εύστοχη πρόταση προέρχεται από τον Διευθυντή και άξιο πλοηγό της Λυρικής Μύρωνα Μιχαηλίδη), πήρε ανάσα κάτω από τη σκιά του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από το κινηματογραφικό έργο του οποίου δανείστηκε και τον τίτλο. Θαυμαστό πως η αίσθηση που απορρέει από τη δημιουργική προσωπικότητα του κινηματογραφιστή έχει συμβάλλει στην αγαστή συνεργασία όλων των συντελεστών. ‘Όχι μόνο ο χορογράφος, που αν και μη ‘Έλλην, έπιασε άμεσα το πνεύμα του ανθρώπου – ταξιδευτή με τη μεταφυσική του έννοια, εμπνεόμενος τις ταιριαστές κινήσεις, αλλά και η κόρη του Αγγελόπουλου, Κατερίνα, στήνοντας το πρωτότυπο Δέντρο – Ζωή και τους καθρέφτες που καθορίζουν ανάλογα την πορεία μας σ’ αυτήν, και ο Βινίτσιο Κέλι, με τους επιτυχημένους φωτισμούς του, και βέβαια οι 17 άριστοι χορευτές, που ο καθένας εκστασιασμένος βάδισε ανάλογα με τη δική του ιδιοσυγκρασιακή εκφραστικότητα τα μονοπάτια της χαράς, της θλίψης, του ονείρου η του σπαραγμού.

ΥΓ.
            Με την ευκαιρία θα ήθελα να εκφράσω την άποψη μου σχετικά με τα 2 χορευτικά εμβόλιμα στο «Μακμπέθ». Πιστεύω πως δεν πρόσθεσαν οι χορογραφίες του Ρ. Τζανέλλα στο έξοχα παρουσιασμένο έργο. Ιδίως το σόλο της εξαίρετης Αιμιλίας Γάσπαρη στις  
pointes έμοιαζε αταίριαστο και περιττό.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Η ΣΥΛΒΙ Γκιλλέμ Στο Μέγαρο



       ‘Ήταν το 1988 που την πρωτοείδα στην σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν στο «Grand Pas Classique», κι η μεγαλειώδης είσοδος της σαν ηλεκτρική εκκένωση με διαπέρασε αφήνοντας με εκστατική. Η ψηλόλιγνη αυτή κοπέλα με την επιβλητική παρουσία, τη συναρπαστική κίνηση, την εξωφρενική ευκαμψία σε καθήλωνε άμεσα κι αμετάκλητα. Συνεπαρμένη, κάποια στιγμή ρωτώ τη φίλη μου Brenda Naylor, γνωστή σκιτσογραφο-γλύπτρια χορευτών: «Ποια είναι αυτή;» «η μις Νο» μου ψιθύρισε «Η Συλβί Γκιλλέμ, μόλις ήρθε απ’ το Παρίσι μετά τη διαφωνία της με τον Νουρέγιεφ, τον άνθρωπο που τη στήριξε και την ανέδειξε σε σταρ, σαν Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού, και τη βγάλαν έτσι γιατί αρνήθηκε ακόμα και στον Υπουργό Πολιτισμού Ζακ Λάνγκ να παραμείνει. ‘Έτσι θα την έχουμε τώρα στο Royal Ballet με συμβόλαιο όπως το επιθυμεί εκείνη.»

        Εικοσιπέντε χρόνια μετά στις φετεινές μέρες των Χριστουγέννων, είδαμε ξανά τη Συλβί Γκιλλέμ, στην αίθουσα Τριάντη του Μ.Μ.Α., σε μια ιδιαίτερα κομψή και ευαίσθητη χορογραφία του Φρέντερικ Άστον το «Μαργαρίτα & Αρμάνδος» (από την Τραβιάτα) που δημιούργησε για την Μαργκοτ Φοντέυν στο λυκόφως της καριέρας της το 1963. Δύο χρόνια πριν ο Δυτικός κόσμος είχε υποδεχτεί το φαινόμενο Ρούντολφ Νουρέγιεφ απ’ την Ρωσία, ο οποίος και τη συνόδεψε. Είχα την τύχη να δω τότε τη σπάνια αυτή χορογραφία που ελάχιστες φορές κατόπιν παρουσιάστηκε στο κοινό και να εκτιμήσω τη μαεστρία και τη λεπτότητα με την οποία ο ‘Αστον χειρίστηκε τη διάσημη χορεύτρια. Με δεσπόζοντα τα pas des deux όπου το βάρος πέφτει στον καβαλιέρο, καθόλου πηδήματα και λιγότερους τεχνικούς βηματισμούς για εκείνη, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην δραματικότητα της έκφρασης και της προσωπικής χάρης της κίνησης. Η Συλβί ανταποκρίθηκε με εξαιρετική ευκαμψία, άνεση, ομορφιά γραμμής, τέλεια pas de bourrè en arrière, συνοδευόμενη επάξια από τον Μάσιμο Μούρου. 

        Το δεξιοτεχνικό μέρος του προγράμματος ανέλαβε σαν εισαγωγή αντί για επίλογο, το Μπαλέτο του Τόκιο με τις  Etudes” του Δανού χορευτή – χορογράφου Harrold Lander. Έργο του 1948, που τακτικά παρουσιάζεται στις σκηνές από συγκροτήματα που τολμούν να επιδείξουν τα τεχνικά τους επιτεύγματα. Αρχίζοντας με τις κλασικές ασκήσεις στη μπάρα για να επεκταθεί σιγά –σιγά στο adagio και το allegro, η ομάδα των χορευτών έδωσε ένα δείγμα εξαίρετης τεχνικής κατάρτισης με απόλυτη ακρίβεια και πειθαρχία εκτελώντας άνετα ασκήσεις υψηλών προδιαγραφών. Ο εμπνευσμένος σχεδιασμός της χορογραφίας βασίστηκε κυρίως στις συνεχείς εισόδους και εξόδους των χορευτών απ’ τη σκηνή οδηγώντας τους τελικά σε ακραίους θεαματικούς βηματισμούς μεγάλα άλματα, ιλιγγιώδεις περιστροφές, ταχύτατες εναλλαγές θέσεων και σχηματισμών. Ήταν μια ευχάριστη εμπειρία η θέαση του συγκροτήματος που δικαίωνε απόλυτα την εκτίμηση που είχε γι αυτό ο Μωρίς Μπεζάρ.



                                                                                                                                                                Μίρκα Ψαροπούλου

Χορευτική ομάδα «Rosas» στη Στέγη







Διχασμένους και προβληματισμένους μας βρήκε το τέλος της παρουσίασης του «PARTITA 2», της Βέλγικης ομάδας ‘Rosas’, στο θέατρο της Στέγης (13-12-2013). Δουλεμένο το έργο πάνω στην ομώνυμη μουσική σύνθεση του Johann Sebastian Bach, από την ιδρύτρια της χορευτικής ομάδας ‘Rosas’ , Anne Teresa De Keersmaeker, επιχειρεί, όπως το συνηθίζει η χορογράφος, τη σχηματοποίηση της μουσικής. Έχοντας τρία ισχυρά ‘ατού’: την επιλογή της μουσικής, την συμμετοχή της αξιόλογης Amandine Beyer, (βιολί επί σκηνής), και τον σημαντικό ερευνητή του σύγχρονου χορού Boris Charmatz, με τον οποίο συνοδοιπόρησε στη χορευτική ερμηνεία, εξασφάλιζε a priori την επιτυχία. Όμως όσο κι αν προσπαθώ να κατανοήσω τις αναζητήσεις της, καταλήγω πάλι στο συμπέρασμα που είχα δημοσιεύσει στην Ελευθεροτυπία (11/08/2009), για τη χορογραφία της «The song»: «Κουραστική πρόβα με θεατές».

Ανήσυχη, ακαταπόνητη στις αναζητήσεις της, η Keersmaeker, στα 30 περίπου χρόνια των δραστηριοτήτων της έγινε διάσημη με αρκετές επιτυχίες όπως το «Rosas danst Rosas», έργα δομημένα εντυπωσιακά με μαθηματική ακρίβεια, βασισμένα εκτός από τη μουσική και στις εικαστικές τέχνες ή τον ποιητικό λόγο. Όπως όμως είπε και ο Charmatz, που φιλοδοξεί να ιδρύσει στη Γαλλία ένα Μουσείο Χορού, «Δεν έχω δει ακόμα επιτυχημένη χορογραφία πάνω σε έργο του Μπαχ». Δύσκολη λοιπόν η μουσική αν και πλούσια σε πολλούς χορευτικούς ρυθμούς όπως co
urrante, shaconne, gigue, allemande, και η χορογραφία που θα μπορούσε να ονομαστεί και δομημένος αυτοσχεδιασμός, περιοριζόταν σε επαναλαμβανόμενους τρεχαλητούς κύκλους γύρω από ένα σημείο και σποραδικά πηδηματάκια. Κάτι που απέχει από μια παράσταση οργανωμένη με ευρύτερα στοιχεία και χορευτικούς σχηματισμούς.

Σαν επιστέγασμα της εμπειρίας, η συζήτηση με μερικές παλιές μου μαθήτριες όταν ανταλλάξαμε απόψεις, στην ερώτηση μου αν θα άκουγε κάποια απ’ αυτές ευχάριστα τη μουσική αφαιρώντας το θέαμα απάντησε «βεβαίως», κι όταν αντέστρεψα την ερώτηση αν θα έβλεπε με ενθουσιασμό την κίνηση των χορευτών αφαιρώντας την μουσική, γέλασε και παραδέχτηκε ότι αυτό θα ήταν αδιανόητο.